Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η διαδήλωση

См. также в других словарях:

  • διαδήλωση — η 1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων 2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός 3. πανηγυρική υποδοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη] …   Dictionary of Greek

  • αντιδιαδήλωση — η διαδήλωση που γίνεται για αντίδραση σε άλλη διαδήλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + διαδήλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

  • αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή …   Dictionary of Greek

  • διαδηλωτής — ο (θηλ. διαδηλώτρια, η) 1. αυτός που παίρνει μέρος σε πολιτική κυρίως διαδήλωση 2. αυτός που διαδηλώνει έντονα τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • διαδηλώνω — (AM διαδηλῶ όω) [διάδηλος] καθιστώ κάτι ολοφάνερο 2. εκφράζω απροκάλυπτα, δημόσια 3. νεοελλ. πραγματοποιώ διαδήλωση (νεολογισμός) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»