-
1 διαδήλωση
[-ις (-εως)] η1) выражение, изъявление (желаний, чувств); 2) демонстрация, манифестация -
2 διαδήλωση
[диадилоси] ουσ. Θ. демонстрация.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαδήλωση
-
3 διαδήλωση
[диадилоси] ουσ θ демонстрация. -
4 διαδήλωση
manifestation -
5 διαδήλωση
1) demonstracja (f) rzecz.2) manifestacja (f) rzecz. -
6 διαδήλωση
1) demonstrace2) manifestace -
7 διαδήλωση
demonstrationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαδήλωση
-
8 tezahürat
διαδήλωση, ενδείξεις -
9 manifestation
διαδήλωση -
10 demonstrace
διαδήλωση -
11 manifestace
διαδήλωση -
12 demonstracja
διαδήλωση -
13 manifestacja
διαδήλωση -
14 демонстрация
-и θ.1. διαδήλωση•демонстрация протеста διαδήλωση διαμαρτυρίας•
первомайская -η πρωτομαγιάτικη διαδήλωση.
2. επίδειξη, προσέλκυση της προσοχής σε κάτι.3. δείξη, δείξιμο• προβολή•демонстрация физических опытов επίδειξη πειραμάτων φυσικής•
демонстрация кинофильмов προβολή κινηματογραφικών ταινιών.
4. εμφάνιση, μαρτυρία•демонстрация единства и сплоченности διαδήλωση ενότητας και συσπείρωσης.
5. επίδειξη στρατιωτική. -
15 демонстра.ция
демонстр||а.цияж1. ἡ διαδήλωση [-ις]:первомайская \демонстра.цияа́ция ἡ πρωτομαγιάτικη διαδήλωση· массовая \демонстра.цияация ἡ μαζική διαδήλωση·2. (показ) ἡ ἐπίδειξη [-ις], ἡ προβολή:\демонстра.цияация фильма ἡ προβολή τοῦ φιλμ, ἡ προβολή τής ταινίας·3. (протест) ἡ διαμαρτυρία. -
16 демонстрация
демонстрация ж 1) (манифестация) η διαδήλωση, η εκδήλωση 2) (показ) η επίδειξη; η προβολή (фильма)* * *ж1) ( манифестация) η διαδήλωση, η εκδήλωση -
17 манифестация
-
18 демонстрация
1. (шествие) η διαδήλωση 2. (публичный показ) η επίδειξη, η προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демонстрация
-
19 манифестация
η διαδήλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манифестация
-
20 манифестация
манифестацияж ἡ διαδήλωση [-ις].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαδήλωση — η 1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων 2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός 3. πανηγυρική υποδοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη] … Dictionary of Greek
αντιδιαδήλωση — η διαδήλωση που γίνεται για αντίδραση σε άλλη διαδήλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + διαδήλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή … Dictionary of Greek
διαδηλωτής — ο (θηλ. διαδηλώτρια, η) 1. αυτός που παίρνει μέρος σε πολιτική κυρίως διαδήλωση 2. αυτός που διαδηλώνει έντονα τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
διαδηλώνω — (AM διαδηλῶ όω) [διάδηλος] καθιστώ κάτι ολοφάνερο 2. εκφράζω απροκάλυπτα, δημόσια 3. νεοελλ. πραγματοποιώ διαδήλωση (νεολογισμός) … Dictionary of Greek